- προηγήτωρ
- -ορος, ὁ, ΜΑαυτός που προπορεύεται ως οδηγόςμσν.(για ζώα) ο οδηγός, ο αρχηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προηγοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. ἡγήτωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προηγήτωρ — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγήτορα — προηγήτωρ leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)